- μαλακόφρων
- μαλακόφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Α)μειλίχιος, αβρός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + φρήν, φρενός (πρβλ. δολιό-φρων, σκληρό-φρων)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαλακόφρονα — μαλακόφρων gentle hearted masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακόφρονες — μαλακόφρων gentle hearted masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… … Dictionary of Greek
φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… … Dictionary of Greek